Πόσο ήμουν τότε; Ήμουν δεν ήμουν 6 χρονών. Μέχρι τώρα τα θυμάμαι. Καλοκαιράκι στην παραλία να παίζουμε ατελείωτα με τα ξαδέρφια μου και εσύ να μας κυνηγάς από πίσω για να φάμε τα φρούτα μας, τις κρεμούλες μας. Με την αδερφή σου μαζί και την ξαδέρφη σου. Οι άντρες συνήθως απόντες, μάλλον για δουλειά. Κάστρα στην άμμο, βουτιές με μάσκα, ρακέτες, ανεμελιά, παιχνίδι.
Πουθενά δεν έβλεπα μελαγχολία ή θλίψη στα μάτια σου. Περπατούσες με αυτοπεποίθηση στην άμμο και αυτό με γέμιζε υπερηφάνια. Όταν βαριόμασταν ή όταν ήμασταν έτοιμοι να τσακωθούμε πάντοτε έβρισκες τρόπους να μας τραβάς την προσοχή.
– Λοιπόν, τώρα θα χωριστούμε σε 2 ομάδες για να δημιουργήσουμε κάστρο και λιμάνι στην άμμο. Η ομάδα που θα φτιάξει το ομορφότερο και το πιο γερό φυσικά θα κερδίσει έξτρα παγωτό…
– Μαμά, μαμά εγώ θέλω χωνάκι με σοκολάτα.
Πάντοτε κάτι γινόταν και κανένας δεν κέρδιζε ή κερδίζαμε όλοι. Από στεναχώρια μήπως πληγώσεις κάποιον, από μεγαλοψυχία και γενναιοδωρία, από ακούσια παιδαγωγική σκοπιά. Βέβαια, ένα ξαφνικό κύμα ανέτρεπε όλα μας τα σχέδια αλλά ήσουν εκεί ως προπονήτρια για να μας εμψυχώσεις να συνεχίσουμε.
– Πάμε, πάμε, παιδιά συνεχίζουμε… δεν μας πτοεί ένα αθώο και ανέμελο κυματάκι…
– Μαμά, μαμά τώρα θα το φτιάξω πιο γερό και με πέτρα για να μη το πάρει το κύμα…
Ακόμη και όταν τσίμπησε τσούχτρα τον ξάδερφό μου τον Γιάννη, τον αγκάλιασες, του έδωσες ένα απαλό φιλί και του έγιανες την πληγή.
Όταν μας πήγαινες κινηματογράφο – θερινό, τα είχες όλα προγραμματισμένα. Από τα πατατάκια που θα φάμε μέχρι και τη συζήτηση που κάναμε μετά την ταινία. Μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία θλίψης στο βλέμμα σου καθόρισε «τι μέλλει γενέσθαι». Ένα βλέμμα βαθύ και αδιαπέραστο. Κατέγραφε τα πάντα, ερμήνευε με στοχασμό.
Mετά ήρθε η αρρώστια… σιγή, σιωπή. Άφαντα τα καλοκαίρια, άχρωμες οι καθημερινές μας στιγμές. Δεν πάλεψες, αφέθηκες, λυτρώθηκες.
– Μπαμπά, μπαμπά…με τσίμπησε τσούχτρα..πονάω…
Λάζαρος Ι. Κόλλιας
Εκπαιδευτικός